πορτέλο

πορτέλο
(I)
το, Ν
μικρή πόρτα, πορτούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. portello, υποκορ. τού porta].
————————
(II)
το, Ν μπορντέλο, οίκος ανοχής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πορτέλο — το (λ. ιταλ.) 1. μικρή πόρτα, άνοιγμα. 2. το μπροστινό άνοιγμα του αντρικού παντελονιού: Κούμπωσε το πορτέλο σου (ή τα πορτέλα σου) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικλίδα — και δικλείδα, η (Α δικλίς) νεοελλ. 1. βαλβίδα, γλωττίδα που επιτρέπει τη δίοδο υγρού ή αερίου μόνο προς μία κατεύθυνση 2. ναυτ. τα δύο φύλλα τής κανονιοθυρίδας, το δίφυλλο πορτέλο τής μπουκαπόρτας 3. φρ. «ασφαλιστική δικλίδα» ή «δικλίδα… …   Dictionary of Greek

  • κλεισιάδα — και κλισιάδα, η (AM κλεισιάς και κλισιάς, άδος) [κλεισία] νεοελλ. 1. το θυρόφυλλο ή το παραθυρόφυλλο 2. είδος φράγματος τών ιχθυοτροφείων 3. ναυτ. α) θυρόπλοιο* β) ορθογώνιο κάλυμμα από σανίδες που κλείνει τη θυρίδα πλοίου, το μονόφυλλο πορτέλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”